- εμπαικτικός
- η , όν1) насмешливый; издевательский; 2) обманный, надувательский; лживый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπαικτικός — ή, ό (AM ἐμπαικτικός, ή, όν) 1. αυτός που περιέχει εμπαιγμό 2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση … Dictionary of Greek
εμπαικτικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για χλευασμό ή εξαπάτηση, χλευαστικός, περιπαικτικός: Εμπαικτικός μορφασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικερτομώ — ἐπικερτομῶ, έω (Α) 1. χλευάζω, ειρωνεύομαι, περιπαίζω («τὸν δ’ ἐπικερτομέων προσέφης», Ομ. Ιλ.) 2. πειράζω κάποιον, αστειεύομαι με κάποιον 3. επιπλήττω («ἧκεν ἐπικερτομήσων αὐτούς τῆς ἀβουλίας», Αγαθίας) 4. εξαπατώ, ξεγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι… … Dictionary of Greek
κερτομικός — κερτομικός, ή, όν (Α) [κερτόμος] εμπαικτικός, χλευαστικός. επίρρ... κερτομικώς (Α) με χλευαστικό τρόπο … Dictionary of Greek
μυκτηριστικός — ή, ὁ (Α μυκτηριστικός, ή, όν) [μυκτηριστής] αυτός που έχει τάση να περιπαίζει, να περιγελά τους άλλους νεοελλ. εμπαικτικός, σκωπτικός … Dictionary of Greek
σκωπτικός — ή, ό / σκωπτικός, ή, όν, ΝΑ [σκώπτης] 1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει 2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός. επίρρ... σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά … Dictionary of Greek
τωθαστικός — ή, όν, Α [τωθαστής] χλευαστικός, εμπαικτικός. επίρρ... τωθαστικῶς Α χλευαστικά, περιπαικτικά … Dictionary of Greek